μπατάγια

μπατάγια
η (Μ μπατάγια και μπατάλια και πατάγια και πατάλλια και πατάλια και παταλία)
νεοελλ.
1. ξυλοκόπημα
2. σφοδρή επίπληξη, μάλωμα
μσν.
1. μάχη
2. αντιπαράσταση κατά τη διάρκεια δικαστικού αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπατάλια < ιταλ. battaglia. Ο τ. μπατάγια < βεν. bataia, ενώ ο τ. πατάλια < γαλλ. bataille< προβηγκ. batalha)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”